-
1 Κριση
-
2 κρίση
κρίση η1) кризис;2) способность рассуждения, мнение;3) Божий суд, Страшный суд:ημέρα τής κρίσεως — судный день, см. εσχατολογία, παρουσία
-
3 κρίση
[-ις (-εως)] η1) эк кризис;κυβερνητική κρίση — правительственный кризис;
κρίση στέγης ( — или κατοικίας) — жилищный кризис;
κρίση υπερπαραγωγής — кризис перепроизводства;
τό υπερνίκηση της κρίσης — преодоление кризиса;
2) кризис, перелом;η κρίση της αρρώστιας — кризис в болезни;
3) мед. приступ (боли и т. п.); припадок; криз;τον έπίασε κρίση — у него был приступ;
4) способность суждения, рассуждения; суждение (тж. лог.), мнение;σωστή κρίσ — правильное суждение, рассуждение;
έχω κρίσ — быть рассудительным;
5) церк, божий суд;§ κρίσ της ιστορίας — суд истории
-
4 κρίση
[криси] ουσ. Θ. обсуждение, критика, способность суждения,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κρίση
-
5 κρίση
[криси] ουσ θ обсуждение, критика, способность суждения. -
6 εσχατολογία
εσχατολογία ηЭсхатология – христианское учение о конце света, будущей жизни (слово о конце), а также и о цели сотворения мира Творцом, Богом. Под эсхатологией понимается как «μερική Κρίση» – «частный, отдельный Суд души каждого человека после его смерти», так и «καθολική Κρίση» – «Страшный Суд всех людей после Второго Пришествия Христа», см. κρίση, παρουσίαΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > εσχατολογία
-
7 μεν
σόνδ. (ставится всегда после слова, к которому относится противопоставление)1) (в сочетании с союзами δε, αλλά, όμως или αλλ' όμως, δ' όμως, όμως δε и др., а тж. с наречиями οτέ, άλλοτε и др. на русский язык обычно не переводятся):έχει μεν μνήμη, τού λείπει όμως η κρίση ( — или αλλ' όμως τού λείπει η κρίση) — у него есть память, но отсутствует способность суждения;
ήλθε μεν, αλλ' ανεχώρησε ευθύς — он пришёл, но тотчас же ушёл;
2) (в сочетании с другими союзами или наречиями):οτέ μεν... οτέ δε... — и άλλοτε μεν... άλλοτε δε... — то... то...;
άλλοι μεν... άλλοι δε... — одни... другие же...;
εάν μεν... εάν δε... — либо... либо;
ναί μεν... αλλά — безусловно... но...;
ο μεν... ο δέ... — этот... тот... или один... другой...;
καί ο μεν και ο δε — и тот и другой
-
8 ευδειελος
-
9 Κρισα
-
10 αβασάνιστος
η, ο [ος, ον ]1) непроверенный; непродуманный, поверхностный;αβασάνιστοςη γνώμη (κρίση) — непродуманное, поверхностное мнение (суждение);
2) не страдавший, не испытавший страданий -
11 εσφαλμένες
η, ο[ν] ошибочный, неправильный; порочный;εσφαλμένεςη γνώμη (κρίση) — ошибочное мнение (суждение)
-
12 καρδιακός
-
13 μεροληπτικός
η, ό[ν] пристрастный, необъективный;μεροληπτική κρίση — пристрастное суждение
-
14 νεκρώνω
[-ώ (ο)] 1. μετ.1) умерщвлять; 2) анестезировать; 3) притуплять, ослаблять (боль); 4) вызывать онемение; 5) перен. вызывать застой, парализовать; η κρίση νέκρωσε το εμπόριο кризис парализовал торговлю; 2. αμετ. 1) замирать (о торговле, работе и т. п.);2) помертветь, νεκρώνομαι прям., перен. — омертветь
-
15 παροδικός
-
16 πεφωτισμένος
η, ο[ν] светлый, ясный (об уме, мыслях);πεφωτισμένη κρίση — ясное представление (о чём-л.)
-
17 συνοδεύω
μετ.1) сопровождать, провожать; конвоировать; экскортировать; 2) сопровождать (чём-л.); сопутствовать (чему-л.);την οικονομική κρίση συνοδεύει πάντοτε ανεργία — экономическому кризису всегда сопутствует безработица;
3) муз. сопровождать, аккомпанировать;συνοδεύομαι — сопровождаться, влечь за собой;
ο πυρετός συνοδεύεται υπό ρίγους — температура сопровождается ознобом
-
18 υπερπαραγωγή
η перепроизводство;κρίση υπερπαραγωγής — кризис перепроизводства
-
19 υποκειμενικός
η, ό[ν]1) субъективный;υποκειμενικός ιδεαλισμός — субъективный идеализм;
υποκειμενική εκτίμηση (κρίση) — субъективная оценка (суждение);
υποκειμενικός παράγοντας — субъективный фактор;
υποκειμενικές αδυναμίες (ελλείψεις) — личные слабости (недостатки);
2) филос, субъективистский;3) грам, относящийся к подлежащему -
20 υπουργικός
η, ό[ν] министерский;υπουργικό συμβούλιο — совет министров;
ο πρόεδρος τού υπουργικού συμβουλίου — премьер-министр; — председатель совета министров;
υπουργικό χαρτοφυλάκιο — министерский портфель;
υπουργική κρίση — правительственный кризис
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… … Dictionary of Greek
κρίση — η 1. διανοητική ενέργεια που διαστέλλει τα πρόσωπα ή τα πράγματα και καταλήγει σε λογικά συμπεράσματα, μόρφωση γνώμης. 2. κριτική. 3. διανοητική διαύγεια. 4. δίκη, δικαστική απόφαση. 5. διαταραχή της κανονικής τάξης, περίοδος εμπορικής απραξίας:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρίση — κρίσις separating fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρίσῃ — Κρί̱σῃ , Κρῖσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίσῃ — κρίσηι , κρίσις separating fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιη κρίση — (Νομ.). Η κρίση εκείνου που δικάζει ελεύθερα, χωρίς δηλαδή να δεσμεύεται από τους όρους μιας συμφωνίας που πρόκειται να κρίνει. Η κρίση αυτή πρέπει να συντελεστεί μέσα στα όρια του νόμου και με βάση τον σκοπό της σύμβασης και τις συγκεκριμένες… … Dictionary of Greek
συγκοπική κρίση — (Ιατρ.). Λιγόλεπτη απώλεια της συνείδησης που οφείλεται σε εγκεφαλική ισχαιμία λόγω ξαφνικής πτώσης της εγκεφαλικής παροχής αίματος. Ο ασθενής πέφτει στο έδαφος και παραμένει ακίνητος, χαλαρός, χωρίς μυϊκό τόνο, άσφυγμος και ωχρός. Εάν η σ. κ.… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek